- εκτονωτής
- οόργανο σε σχήμα κόλουρου κώνου με το οποίο γίνεται η εκτόνωση αερίων.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
εκτονωτήρας — Συσκευή που χρησιμοποιείται για τον υποβιβασμό της πίεσης ενός ρευστού σε κάποιο σημείο της διαδρομής του είτε κατά την είσοδο είτε κατά την έξοδό του από έναν κλειστό χώρο. Ο ε. έχει ως προορισμό τη διατήρηση της πίεσης σε σταθερή τιμή, όπως… … Dictionary of Greek
εκτονωτικός — ή, ό 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην εκτόνωση 2. το ουδ. ως ουσ. το εκτονωτικό ο εκτονωτής … Dictionary of Greek